βακτηρία

βακτηρία
βακτηρία, η (AM)
ραβδί, μπαστούνι
μσν.
στήριγμα, βοήθεια
αρχ.
το ραβδί των δικαστών, έμβλημα του αξιώματός τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βακτηρία προέρχεται πιθ. από *βακτήρ, υποθ. τ. παράλληλος προς το βάκτρον* (πρβλ. αροτήρ, άροτρον). Βάση αυτών των λέξεων πρέπει να είναι ένα ρ. *βάκω, αόρ. έβακον «βαρύνω, καταβάλλομαι», που απαντά στη μτχ. βακόν «πεσόν» (Ησύχ.). Συνδέονται επίσης με λατ. baculum «ραβδί», από το οποίο προήλθε το ελλ. βάκλον, αρχ. ιρλ. bacc «αγκίστρι, ποιμαντορική ράβδος» κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βακτηρία — βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc/acc dual βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίᾳ — βακτηρίαι , βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτήρια — τα μικροσκοπικοί οργανισμοί που απαντούν σε όλα τα φυσικά περιβάλλοντα, σε τεράστιους αριθμούς, τα περισσότερα χρήσιμα ή αβλαβή, ενώ μερικά προκαλούν ασθένειες …   Dictionary of Greek

  • βακτήρια — τα βακτηρίδια, βάκιλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βακτηρία — η το μπαστούνι, το δεκανίκι, το ραβδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βακτήρια — βακτήριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίας — βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem acc pl βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίαι — βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίαν — βακτηρίᾱν , βακτηρία staff fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίαιν — βακτηρία staff fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”