βακτηρία — βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc/acc dual βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίᾳ — βακτηρίαι , βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτήρια — τα μικροσκοπικοί οργανισμοί που απαντούν σε όλα τα φυσικά περιβάλλοντα, σε τεράστιους αριθμούς, τα περισσότερα χρήσιμα ή αβλαβή, ενώ μερικά προκαλούν ασθένειες … Dictionary of Greek
βακτήρια — τα βακτηρίδια, βάκιλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτηρία — η το μπαστούνι, το δεκανίκι, το ραβδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτήρια — βακτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίας — βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem acc pl βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαι — βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαν — βακτηρίᾱν , βακτηρία staff fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρίαιν — βακτηρία staff fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)